Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πράττω (ρήμα) - (παρόμοια:
εισπράττω
-
διαπράττω
)
Συνώνυμα
ενεργώ
δραστηριοποιούμαι
εκτελώ
ολοκληρώνω
4
Αντώνυμα
αδρανώ
αποφεύγω
αποσιωπώ
3
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ή μια σειρά ενεργειών.
Διαπραγματεύομαι ή συμφωνώ σε κάτι.
Συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος πράττει σύμφωνα με τα συμφέροντα του πελάτη του.
Πρέπει να πράξουμε γρήγορα για να αποφύγουμε το χειρότερο.
Η κυβέρνηση πράττει με βάση το σύνταγμα.
3