1. Λέξη
    πράττω (ρήμα) - (παρόμοια: εισπράττω - διαπράττω)
  2. Συνώνυμα
    • ενεργώ
    • δραστηριοποιούμαι
    • εκτελώ
    • ολοκληρώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδρανώ
    • αποφεύγω
    • αποσιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μια ενέργεια ή μια σειρά ενεργειών.
    • Διαπραγματεύομαι ή συμφωνώ σε κάτι.
    • Συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικηγόρος πράττει σύμφωνα με τα συμφέροντα του πελάτη του.
    • Πρέπει να πράξουμε γρήγορα για να αποφύγουμε το χειρότερο.
    • Η κυβέρνηση πράττει με βάση το σύνταγμα.
    3