Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαπραγματευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαπραγματεύομαι
-
διαπραγματεύσιμος
-
διαπραγμάτευση
)
Συνώνυμα
διαμεσολαβητής
διαπραγματευτής
διαλλακτής
3
Αντώνυμα
ανταγωνιστής
εχθρός
αντίπαλος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών.
Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην επίλυση διαφορών μέσω διαπραγμάτευσης.
2
Παραδείγματα
Ο διαπραγματευτής κατάφερε να φέρει σε συμφωνία τις δύο εταιρείες.
Σε πολλές διεθνείς συγκρούσεις, οι διαπραγματευτές παίζουν καθοριστικό ρόλο.
2