1. Λέξη
    διαπραγματευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαπραγματεύομαι - διαπραγματεύσιμος - διαπραγμάτευση)
  2. Συνώνυμα
    • διαμεσολαβητής
    • διαπραγματευτής
    • διαλλακτής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανταγωνιστής
    • εχθρός
    • αντίπαλος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών.
    • Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην επίλυση διαφορών μέσω διαπραγμάτευσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διαπραγματευτής κατάφερε να φέρει σε συμφωνία τις δύο εταιρείες.
    • Σε πολλές διεθνείς συγκρούσεις, οι διαπραγματευτές παίζουν καθοριστικό ρόλο.
    2