Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαπραγματεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διαπραγματεύσιμος
-
διαπραγματευτής
-
διακυβεύομαι
)
Συνώνυμα
συζητώ
διαπραγματεύομαι
συμφωνώ
συμβιβάζομαι
4
Αντώνυμα
απορρίπτω
αρνούμαι
διαφωνώ
3
Ορισμός
Να συζητάς ή να διαπραγματεύεσαι με κάποιον για να φτάσεις σε μια συμφωνία ή λύση.
Να ασκείς επιρροή ή να προσπαθείς να επιτύχεις κάτι μέσω διαπραγμάτευσης.
2
Παραδείγματα
Οι δύο χώρες διαπραγματεύονται για μια ειρηνευτική συμφωνία.
Ο συνδικαλιστής διαπραγματεύεται με τη διοίκηση για καλύτερους μισθούς.
2