1. Λέξη
    διαπραγματεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διαπραγματεύσιμος - διαπραγματευτής - διακυβεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συζητώ
    • διαπραγματεύομαι
    • συμφωνώ
    • συμβιβάζομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • αρνούμαι
    • διαφωνώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να συζητάς ή να διαπραγματεύεσαι με κάποιον για να φτάσεις σε μια συμφωνία ή λύση.
    • Να ασκείς επιρροή ή να προσπαθείς να επιτύχεις κάτι μέσω διαπραγμάτευσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο χώρες διαπραγματεύονται για μια ειρηνευτική συμφωνία.
    • Ο συνδικαλιστής διαπραγματεύεται με τη διοίκηση για καλύτερους μισθούς.
    2