Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαπραγματεύσιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
διαπραγματεύομαι
-
διαπραγματευτής
)
Συνώνυμα
συζητήσιμος
διαπραγματευόμενος
συμβιβαστικός
3
Αντώνυμα
αμετάβλητος
αδιαπραγμάτευτος
ασυμβίβαστος
3
Ορισμός
που μπορεί να διαπραγματευτεί ή να συζητηθεί
που επιδέχεται συμβιβασμούς
2
Παραδείγματα
Οι όροι της συμφωνίας είναι διαπραγματεύσιμοι.
Έχουμε μια διαπραγματεύσιμη προσφορά για το σπίτι.
2