1. Λέξη
    διαπραγματεύσιμος (επίθετο) - (παρόμοια: διαπραγματεύομαι - διαπραγματευτής)
  2. Συνώνυμα
    • συζητήσιμος
    • διαπραγματευόμενος
    • συμβιβαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμετάβλητος
    • αδιαπραγμάτευτος
    • ασυμβίβαστος
    3
  4. Ορισμός
    • που μπορεί να διαπραγματευτεί ή να συζητηθεί
    • που επιδέχεται συμβιβασμούς
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι όροι της συμφωνίας είναι διαπραγματεύσιμοι.
    • Έχουμε μια διαπραγματεύσιμη προσφορά για το σπίτι.
    2