Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρρήκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαρρήξω
-
διαρροή
-
διαρρέω
)
Συνώνυμα
κλέφτης
ληστής
παραβάτης
3
Αντώνυμα
φύλακας
προστάτης
αμυνόμενος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εισβάλλει παράνομα σε κτίριο ή χώρο με σκοπό την κλοπή.
Πρόσωπο που παραβιάζει κάποιον νόμο ή κανόνα.
2
Παραδείγματα
Ο διαρρήκτης διέρρηξε το σπίτι ενώ οι ιδιοκτήτες ήταν διακοπές.
Η αστυνομία συνέλαβε τον διαρρήκτη πριν προλάβει να κλέψει.
2