1. Λέξη
    διαρρήκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαρρήξω - διαρροή - διαρρέω)
  2. Συνώνυμα
    • κλέφτης
    • ληστής
    • παραβάτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • φύλακας
    • προστάτης
    • αμυνόμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εισβάλλει παράνομα σε κτίριο ή χώρο με σκοπό την κλοπή.
    • Πρόσωπο που παραβιάζει κάποιον νόμο ή κανόνα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διαρρήκτης διέρρηξε το σπίτι ενώ οι ιδιοκτήτες ήταν διακοπές.
    • Η αστυνομία συνέλαβε τον διαρρήκτη πριν προλάβει να κλέψει.
    2