Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρροή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαρρέω
-
διαρρήξω
-
διαρκώ
-
διαρρηγνύω
-
διαρρήκτης
)
Συνώνυμα
στάζιμο
διαφυγή
εκροή
3
Αντώνυμα
αποκλεισμός
σφράγιση
αποφυγή
3
Ορισμός
Η διαδικασία κατά την οποία ένα υγρό ή αέριο διαφεύγει από μια κλειστή περιοχή μέσω μιας μικρής τρύπας ή ρωγμής.
Μεταφορικά, η διαρροή πληροφοριών ή δεδομένων που δεν έπρεπε να γίνουν γνωστά.
2
Παραδείγματα
Η διαρροή νερού από τη βρύση προκάλεσε ζημιά στο πάτωμα.
Η διαρροή ευαίσθητων εγγράφων από το υπουργείο προκάλεσε πολιτική κρίση.
2