1. Λέξη
    διαρροή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαρρέω - διαρρήξω - διαρκώ - διαρρηγνύω - διαρρήκτης)
  2. Συνώνυμα
    • στάζιμο
    • διαφυγή
    • εκροή
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλεισμός
    • σφράγιση
    • αποφυγή
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία κατά την οποία ένα υγρό ή αέριο διαφεύγει από μια κλειστή περιοχή μέσω μιας μικρής τρύπας ή ρωγμής.
    • Μεταφορικά, η διαρροή πληροφοριών ή δεδομένων που δεν έπρεπε να γίνουν γνωστά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διαρροή νερού από τη βρύση προκάλεσε ζημιά στο πάτωμα.
    • Η διαρροή ευαίσθητων εγγράφων από το υπουργείο προκάλεσε πολιτική κρίση.
    2