1. Λέξη
    διαρρήξω (ρήμα) - (παρόμοια: διαρρήκτης - διαρροή - διαρρέω - διαρρήγνυμαι)
  2. Συνώνυμα
    • σπάω
    • παραβιάζω
    • εισβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • διαφυλάττω
    • φρουρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να ανοίξω με βία ένα κλειστό χώρο με σκοπό την κλοπή.
    • Να καταπατήσω κάποιον νόμο ή κανόνα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι κλέφτες διαρρήξαν το σπίτι ενώ οι ιδιοκτήτες ήταν σε διακοπές.
    • Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι διαρρήσσει το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.
    2