Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρρήξω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαρρήκτης
-
διαρροή
-
διαρρέω
-
διαρρήγνυμαι
)
Συνώνυμα
σπάω
παραβιάζω
εισβάλλω
3
Αντώνυμα
προστατεύω
διαφυλάττω
φρουρώ
3
Ορισμός
Να ανοίξω με βία ένα κλειστό χώρο με σκοπό την κλοπή.
Να καταπατήσω κάποιον νόμο ή κανόνα.
2
Παραδείγματα
Οι κλέφτες διαρρήξαν το σπίτι ενώ οι ιδιοκτήτες ήταν σε διακοπές.
Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι διαρρήσσει το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.
2