Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασκεδάσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
διασκεδάσουμε
-
διασκεδάσω
-
διασκεδάζω
-
διασκεδάζετε
-
διαβάσουν
-
διασκευή
-
διασκεδαστής
)
Συνώνυμα
διασκεδάζω
χαλαρώνω
απολαμβάνω
ψυχαγωγούμαι
4
Αντώνυμα
βαριέμαι
θλίβομαι
στενοχωριέμαι
3
Ορισμός
Να περνάς ευχάριστα τον χρόνο, να χαλαρώνεις και να απολαμβάνεις.
Να αισθάνεσαι ευτυχισμένος και χωρίς άγχος.
2
Παραδείγματα
Πήγαμε στο πάρκο για να διασκεδάσουμε με τους φίλους μας.
Τα παιδιά διασκεδάζουν πολύ όταν παίζουν στο παιδική χαρά.
2