Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασκεδάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διασκεδάζετε
-
διασκεδάσω
-
διασκεδάσουν
-
διασκεδάσουμε
-
διασκευή
-
διασκεδαστής
-
διασκεδαστικός
-
διατάζω
-
διαβάζω
)
Συνώνυμα
χαλαρώνω
διασκεδάζω
απολαμβάνω
3
Αντώνυμα
βαριέμαι
θλίβομαι
αγχώνομαι
3
Ορισμός
Να περνάς καλά, να απολαμβάνεις μια ευχάριστη στιγμή.
Να ασχολείσαι με κάτι που σου αρέσει και σου προσφέρει ευχαρίστηση.
2
Παραδείγματα
Χθες βράδυ διασκεδάσαμε πολύ στο πάρτι.
Τα παιδιά διασκεδάζουν παίζοντας στο πάρκο.
2