1. Λέξη
    διασκεδαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διασκεδαστικός - διασκεδάζω - διασκεδάσω - διασκευή - δικαστής - διασκεδάζετε - διασκεδάσουν)
  2. Συνώνυμα
    • ψυχαγωγός
    • κωμικός
    • κλόουν
    • αστείος
    4
  3. Αντώνυμα
    • βαρετός
    • μονότονος
    • σοβαρός
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που ψυχαγωγεί τους άλλους με αστεία, κωμικές συμπεριφορές ή άλλες μορφές ψυχαγωγίας.
    • Κάποιος που έχει την ικανότητα να κάνει τους άλλους να γελούν ή να διασκεδάζουν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διασκεδαστής του κλαμπ έκανε όλο το κοινό να γελάει με τα αστεία του.
    • Στο πάρτι, ένας διασκεδαστής με κοστούμι κλόουν έδωσε χρώμα στη γιορτή.
    2