Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασκεδαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διασκεδαστικός
-
διασκεδάζω
-
διασκεδάσω
-
διασκευή
-
δικαστής
-
διασκεδάζετε
-
διασκεδάσουν
)
Συνώνυμα
ψυχαγωγός
κωμικός
κλόουν
αστείος
4
Αντώνυμα
βαρετός
μονότονος
σοβαρός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που ψυχαγωγεί τους άλλους με αστεία, κωμικές συμπεριφορές ή άλλες μορφές ψυχαγωγίας.
Κάποιος που έχει την ικανότητα να κάνει τους άλλους να γελούν ή να διασκεδάζουν.
2
Παραδείγματα
Ο διασκεδαστής του κλαμπ έκανε όλο το κοινό να γελάει με τα αστεία του.
Στο πάρτι, ένας διασκεδαστής με κοστούμι κλόουν έδωσε χρώμα στη γιορτή.
2