Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαστέλλομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διασώζομαι
-
διαλύομαι
)
Συνώνυμα
διαχωρίζομαι
απομακρύνομαι
αποσπώμαι
3
Αντώνυμα
πλησιάζω
ενώνω
συγκεντρώνομαι
3
Ορισμός
απομακρύνομαι ή αποσπώμαι από κάτι ή κάποιον
εξαπλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση ή χώρο
μεταφέρω ή επεκτείνω κάτι σε διαφορετικές κατευθύνσεις
3
Παραδείγματα
Οι δύο φίλοι διαστέλλονται όταν ο ένας μετακομίζει σε άλλη πόλη.
Το φως διαστέλλεται στο δωμάτιο, δίνοντας μια ζεστή ατμόσφαιρα.
Ο δάσκαλος διαστέλλει τις γνώσεις του στους μαθητές του.
3