1. Συνώνυμα
    • ξεχωρίζω
    • χωρίζω
    • αποσυνθέτω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνθέτω
    • συγκεντρώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να διασπώμαι σε μικρότερα μέρη ή στοιχεία.
    • Να εξαφανίζομαι ή να χαλαρώνω σταδιακά.
    • Να χάνω τη συνοχή ή την ενότητα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το σώμα του διαλύθηκε στα βαθιά νερά.
    • Η ομάδα άρχισε να διαλύεται μετά την αποχώρηση του ηγέτη της.
    • Ο φόβος του διαλύθηκε μόλις είδε ότι όλα ήταν καλά.
    3