Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαλύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διακυβεύομαι
-
διαλύω
-
διασώζομαι
-
διαβάζομαι
-
διαστέλλομαι
-
διαγωνίζομαι
-
διαισθάνομαι
)
Συνώνυμα
ξεχωρίζω
χωρίζω
αποσυνθέτω
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνθέτω
συγκεντρώνω
3
Ορισμός
Να διασπώμαι σε μικρότερα μέρη ή στοιχεία.
Να εξαφανίζομαι ή να χαλαρώνω σταδιακά.
Να χάνω τη συνοχή ή την ενότητα.
3
Παραδείγματα
Το σώμα του διαλύθηκε στα βαθιά νερά.
Η ομάδα άρχισε να διαλύεται μετά την αποχώρηση του ηγέτη της.
Ο φόβος του διαλύθηκε μόλις είδε ότι όλα ήταν καλά.
3