1. Συνώνυμα
    • διατηρούμαι
    • προστατεύομαι
    • σώζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • καταστρέφομαι
    • χάνομαι
    • αφανίζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Παραμένω ασφαλής ή ανέπαφος από κίνδυνο ή ζημιά.
    • Επιβιώνω από μια δύσκολη κατάσταση ή κίνδυνο.
    • Διατηρώ την υγεία ή την ακεραιότητά μου.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Χάρη στην ταχεία επέμβαση των πυροσβεστών, πολλά κτίρια διασώθηκαν από την πυρκαγιά.
    • Μετά το ατύχημα, ο οδηγός διασώθηκε χωρίς σοβαρά τραύματα.
    • Οι παλιές παράδοσες διασώζονται μέσα από τις αφηγήσεις των γερόντων.
    3