Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναστολή
-
στολή
-
διαστροφή
-
καταστολή
)
Συνώνυμα
επέκταση
διεύρυνση
αύξηση
3
Αντώνυμα
συστολή
σύσπαση
μείωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να γίνεται κάτι μεγαλύτερο σε έκταση, όγκο ή χρόνο.
Στη γραμματική, το σημάδι (:) που χρησιμοποιείται για να δηλώσει παύση ή διαχωρισμό.
2
Παραδείγματα
Η διαστολή του σύμπαντος είναι ένα φαινόμενο που μελετάται από τους αστρονόμους.
Στην ελληνική γλώσσα, η διαστολή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον τονισμό ή τη διαφοροποίηση της σημασίας μιας λέξης.
2