1. Λέξη
    αναστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανατολή - αναβολή - διαστολή - αποστολή - στολή - καταστολή - ανασταίνω - αναστροφή - αναστασία)
  2. Συνώνυμα
    • διακοπή
    • παύση
    • αναβολή
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνέχεια
    • επίδοση
    • εκτέλεση
    3
  4. Ορισμός
    • Η προσωρινή διακοπή ή παύση μιας διαδικασίας, δραστηριότητας ή νομικής διαδικασίας.
    • Η αναβολή ή η παύση της εκτέλεσης μιας ποινής ή ενός έργου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δικαστική απόφαση έφερε αναστολή της ποινής.
    • Η αναστολή του έργου οφείλεται σε τεχνικά προβλήματα.
    2