Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανατολή
-
αναβολή
-
διαστολή
-
αποστολή
-
στολή
-
καταστολή
-
ανασταίνω
-
αναστροφή
-
αναστασία
)
Συνώνυμα
διακοπή
παύση
αναβολή
3
Αντώνυμα
συνέχεια
επίδοση
εκτέλεση
3
Ορισμός
Η προσωρινή διακοπή ή παύση μιας διαδικασίας, δραστηριότητας ή νομικής διαδικασίας.
Η αναβολή ή η παύση της εκτέλεσης μιας ποινής ή ενός έργου.
2
Παραδείγματα
Η δικαστική απόφαση έφερε αναστολή της ποινής.
Η αναστολή του έργου οφείλεται σε τεχνικά προβλήματα.
2