1. Λέξη
    διατάραξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διατάζω - διατάξω - διάπραξη - διατάσσω)
  2. Συνώνυμα
    • αναστάτωση
    • σύγχυση
    • αταξία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • τάξη
    • ομαλότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαταράσσω, δηλαδή η διακοπή της κανονικής πορείας ή λειτουργίας κάτι.
    • Μια κατάσταση αναστάτωσης ή σύγχυσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διατάραξη της ησυχίας από τους δυνατούς ήχους έκανε τους κατοίκους να διαμαρτυρηθούν.
    • Μετά την απρόσμενη είδηση, υπήρξε μεγάλη διατάραξη στο γραφείο.
    2