Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διατάσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαταράσσω
-
διατάζω
-
διατάξω
-
διατάραξη
-
κατατάσσω
-
διατηρήσω
)
Συνώνυμα
ορίζω
διοικώ
διατάττω
καθορίζω
4
Αντώνυμα
ακυρώνω
αναιρώ
αποσύρω
3
Ορισμός
Εκδίδω εντολή ή διαταγή.
Οργανώνω ή κανονίζω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
Προσδιορίζω τη σειρά ή τη διάταξη κάποιων πραγμάτων.
3
Παραδείγματα
Ο στρατηγός διατάσσει τις δυνάμεις του να επιτεθούν.
Ο δάσκαλος διατάσσει τους μαθητές να καθίσουν.
Ο νόμος διατάσσει την υποχρεωτική φοίτηση.
3