1. Λέξη
    διατάσσω (ρήμα) - (παρόμοια: διαταράσσω - διατάζω - διατάξω - διατάραξη - κατατάσσω - διατηρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • ορίζω
    • διοικώ
    • διατάττω
    • καθορίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ακυρώνω
    • αναιρώ
    • αποσύρω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκδίδω εντολή ή διαταγή.
    • Οργανώνω ή κανονίζω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Προσδιορίζω τη σειρά ή τη διάταξη κάποιων πραγμάτων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατηγός διατάσσει τις δυνάμεις του να επιτεθούν.
    • Ο δάσκαλος διατάσσει τους μαθητές να καθίσουν.
    • Ο νόμος διατάσσει την υποχρεωτική φοίτηση.
    3