1. Λέξη
    διατάζω (ρήμα) - (παρόμοια: διστάζω - διαβάζω - διατάξω - διατάσσω - διατάραξη - δικάζω - διασκεδάζω)
  2. Συνώνυμα
    • εντολή
    • ορίζω
    • προστάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαγορεύω
    • ακυρώνω
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκδίδω εντολή ή διαταγή.
    • Καθορίζω ή ορίζω κάτι με αυθορμητισμό ή αυστηρότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διοικητής διατάζει την άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων.
    • Ο νόμος διατάζει τη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων.
    2