1. Λέξη
    διαταράσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διαταράσσω - διαταράξω)
  2. Συνώνυμα
    • αναστατώνομαι
    • συγχύζομαι
    • θορυβούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • ησυχάζω
    • σταθεροποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω αναστάτωση ή σύγχυση.
    • Επηρεάζομαι αρνητικά από εξωτερικούς παράγοντες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Διαταράσσομαι όταν ακούω δυνατούς θορύβους.
    • Η ξαφνική είδηση με διέταραξε πολύ.
    2