Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαταράσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διαταράσσω
-
διαταράξω
)
Συνώνυμα
αναστατώνομαι
συγχύζομαι
θορυβούμαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
ησυχάζω
σταθεροποιούμαι
3
Ορισμός
Νιώθω αναστάτωση ή σύγχυση.
Επηρεάζομαι αρνητικά από εξωτερικούς παράγοντες.
2
Παραδείγματα
Διαταράσσομαι όταν ακούω δυνατούς θορύβους.
Η ξαφνική είδηση με διέταραξε πολύ.
2