Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαταράσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαταράσσομαι
-
διατάσσω
-
διαταράξω
-
διαταραχή
-
χαράσσω
-
διαταγή
)
Συνώνυμα
αναστατώνω
συγχύζω
ταράσσω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
σταθεροποιώ
καθησυχάζω
3
Ορισμός
Ενοχλώ ή αναστατώνω την ηρεμία ή την τάξη κάποιου ή κάτι.
Προκαλώ σύγχυση ή αναστάτωση σε μια κατάσταση ή σε ένα σύστημα.
Επιφέρω αλλαγές που δημιουργούν αναστάτωση ή δυσαρμονία.
3
Παραδείγματα
Ο θόρυβος διατάραξε την ησυχία της νύχτας.
Η ξαφνική αλλαγή στο πρόγραμμα διατάραξε τις προγραμματισμένες δραστηριότητες.
Οι έντονες συζητήσεις διατάραξαν την αρμονία της οικογενειακής συνάντησης.
3