Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαταράξω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαταράσσω
-
διατάξω
-
διαπράξω
-
διαταραχή
-
ταράξω
-
διαταράσσομαι
-
διαταγή
)
Συνώνυμα
αναστατώνω
συγχύζω
ταράζω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
σταθεροποιώ
καθησυχάζω
3
Ορισμός
Προκαλώ αναστάτωση ή σύγχυση σε κάποιον ή σε κάτι.
Ενοχλώ ή διακόπτω την ηρεμία ή την τάξη.
2
Παραδείγματα
Ο θόρυβος διατάραξε την ησυχία της βραδιάς.
Η απρόσμενη είδηση τον διατάραξε βαθιά.
2