1. Λέξη
    διαταράξω (ρήμα) - (παρόμοια: διαταράσσω - διατάξω - διαπράξω - διαταραχή - ταράξω - διαταράσσομαι - διαταγή)
  2. Συνώνυμα
    • αναστατώνω
    • συγχύζω
    • ταράζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • σταθεροποιώ
    • καθησυχάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ αναστάτωση ή σύγχυση σε κάποιον ή σε κάτι.
    • Ενοχλώ ή διακόπτω την ηρεμία ή την τάξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θόρυβος διατάραξε την ησυχία της βραδιάς.
    • Η απρόσμενη είδηση τον διατάραξε βαθιά.
    2