Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διατρέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
διατριβή
-
διατροφή
-
τρέχω
)
Συνώνυμα
τρέχω
περιφέρομαι
διασχίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητώ
παραμένω
3
Ορισμός
Κινώ γρήγορα ή τρέχω σε διάστημα ή περιοχή.
Περιφέρομαι ή κινούμαι συνεχώς σε διάφορα μέρη.
Υφίσταμαι κίνδυνο ή έκθεση σε κάτι δυσάρεστο.
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος διατρέχει το πάρκο κάθε πρωί.
Διατρέχει συνεχώς τη χώρα για δουλειά.
Διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του.
3