1. Λέξη
    διατρέχω (ρήμα) - (παρόμοια: διατριβή - διατροφή - τρέχω)
  2. Συνώνυμα
    • τρέχω
    • περιφέρομαι
    • διασχίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητώ
    • παραμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Κινώ γρήγορα ή τρέχω σε διάστημα ή περιοχή.
    • Περιφέρομαι ή κινούμαι συνεχώς σε διάφορα μέρη.
    • Υφίσταμαι κίνδυνο ή έκθεση σε κάτι δυσάρεστο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος διατρέχει το πάρκο κάθε πρωί.
    • Διατρέχει συνεχώς τη χώρα για δουλειά.
    • Διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του.
    3