1. Λέξη
    διαφεύγω (ρήμα) - (παρόμοια: διαφύγω - φεύγω - καταφεύγω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεφεύγω
    • διασώζομαι
    • αποφεύγω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πιάνω
    • συλλαμβάνω
    • προσβάλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Να απομακρύνομαι από μια απειλή ή κίνδυνο.
    • Να αποφεύγω μια δυσάρεστη κατάσταση ή συνέπεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κλέφτης κατάφερε να διαφύγει από την αστυνομία.
    • Διαφεύγει πάντα από τις ευθύνες του.
    2