Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταφεύγω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαφεύγω
-
καταφέρω
-
καταλήγω
)
Συνώνυμα
αναζητώ καταφύγιο
προσφεύγω
στέκομαι
3
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
εγκαταλείπω
2
Ορισμός
Να βρίσκω προστασία ή ασφάλεια σε ένα μέρος ή σε κάποιον.
Να στρέφομαι σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια ή υποστήριξη.
2
Παραδείγματα
Καταφεύγει πάντα στους φίλους του όταν έχει πρόβλημα.
Οι πρόσφυγες καταφεύγουν σε ασφαλή κράτη.
2