1. Λέξη
    καταφεύγω (ρήμα) - (παρόμοια: διαφεύγω - καταφέρω - καταλήγω)
  2. Συνώνυμα
    • αναζητώ καταφύγιο
    • προσφεύγω
    • στέκομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • εγκαταλείπω
    2
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκω προστασία ή ασφάλεια σε ένα μέρος ή σε κάποιον.
    • Να στρέφομαι σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια ή υποστήριξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Καταφεύγει πάντα στους φίλους του όταν έχει πρόβλημα.
    • Οι πρόσφυγες καταφεύγουν σε ασφαλή κράτη.
    2