Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφωνήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαφωνώ
-
διαφωνία
)
Συνώνυμα
αντιτίθεμαι
διαφωνώ
αντιπαρατίθεμαι
3
Αντώνυμα
συμφωνώ
συμμερίζομαι
υποστηρίζω
3
Ορισμός
Να εκφράζω διαφορετική άποψη ή να μην συμφωνώ με κάποιον ή κάτι.
Να αντιτίθεμαι σε μια πρόταση, ιδέα ή άποψη.
2
Παραδείγματα
Δεν μπορώ παρά να διαφωνήσω με την απόφασή σας.
Συχνά διαφωνώ με τον αδελφό μου για πολιτικά θέματα.
2