1. Λέξη
    διαφωνώ (ρήμα) - (παρόμοια: διαφωνία - διαφωνήσω - διαφωτίζω)
  2. Συνώνυμα
    • αντιτίθεμαι
    • αντιδρώ
    • αντιπαρατίθεμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμφωνώ
    • συμβιβάζομαι
    • συμμερίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να εκφράζω διαφορετική άποψη ή να μην συμφωνώ με κάποιον ή κάτι.
    • Να αντιτίθεμαι σε μια πρόταση, μια ιδέα ή μια πράξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Διαφωνώ με την απόφαση της επιτροπής.
    • Συχνά διαφωνούμε για πολιτικά θέματα.
    2