Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διευθύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
διευθύνων
-
διευθύντρια
-
διευρύνω
-
διευκολύνω
-
διευθετώ
-
κατευθύνω
)
Συνώνυμα
διοικώ
διαχειρίζομαι
κατευθύνω
3
Αντώνυμα
ακολουθώ
υπακούω
2
Ορισμός
Να καθοδηγώ ή να ελέγχω την πορεία ή τη λειτουργία κάποιου πράγματος ή κάποιου ατόμου.
Να είμαι υπεύθυνος για τη διαχείριση ή τη λειτουργία μιας οργάνωσης ή μιας ομάδας.
2
Παραδείγματα
Ο διευθυντής διευθύνει την εταιρεία με μεγάλη επιτυχία.
Η κυβέρνηση διευθύνει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.
2