1. Λέξη
    διευθύνω (ρήμα) - (παρόμοια: διευθύνων - διευθύντρια - διευρύνω - διευκολύνω - διευθετώ - κατευθύνω)
  2. Συνώνυμα
    • διοικώ
    • διαχειρίζομαι
    • κατευθύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακολουθώ
    • υπακούω
    2
  4. Ορισμός
    • Να καθοδηγώ ή να ελέγχω την πορεία ή τη λειτουργία κάποιου πράγματος ή κάποιου ατόμου.
    • Να είμαι υπεύθυνος για τη διαχείριση ή τη λειτουργία μιας οργάνωσης ή μιας ομάδας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διευθυντής διευθύνει την εταιρεία με μεγάλη επιτυχία.
    • Η κυβέρνηση διευθύνει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.
    2