Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διευκολύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
διευρύνω
-
διευθύνω
)
Συνώνυμα
βοηθώ
επιταχύνω
απλοποιώ
εξυπηρετώ
4
Αντώνυμα
δυσκολεύω
εμποδίζω
περιπλέκω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι πιο εύκολο ή λιγότερο περίπλοκο.
Βοηθώ στην ομαλή διεξαγωγή μιας διαδικασίας.
Προσφέρω υποστήριξη ή πόρους για την επίτευξη ενός στόχου.
3
Παραδείγματα
Η νέα εφαρμογή διευκολύνει τη διαδικασία της ηλεκτρονικής πληρωμής.
Ο δάσκαλος διευκόλυνε την κατανόηση της άσκησης με απλές εξηγήσεις.
Οι νέοι κανόνες διευκολύνουν την έκδοση αδειών.
3