1. Λέξη
    διευκολύνω (ρήμα) - (παρόμοια: διευρύνω - διευθύνω)
  2. Συνώνυμα
    • βοηθώ
    • επιταχύνω
    • απλοποιώ
    • εξυπηρετώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • δυσκολεύω
    • εμποδίζω
    • περιπλέκω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι πιο εύκολο ή λιγότερο περίπλοκο.
    • Βοηθώ στην ομαλή διεξαγωγή μιας διαδικασίας.
    • Προσφέρω υποστήριξη ή πόρους για την επίτευξη ενός στόχου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η νέα εφαρμογή διευκολύνει τη διαδικασία της ηλεκτρονικής πληρωμής.
    • Ο δάσκαλος διευκόλυνε την κατανόηση της άσκησης με απλές εξηγήσεις.
    • Οι νέοι κανόνες διευκολύνουν την έκδοση αδειών.
    3