1. Λέξη
    διευρύνω (ρήμα) - (παρόμοια: διευθύνω - διευκολύνω - διευθύνων)
  2. Συνώνυμα
    • επεκτείνω
    • αυξάνω
    • μεγαλώνω
    • επεκτείνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • στενεύω
    • περιορίζω
    • μειώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι πιο ευρύ ή εκτεταμένο σε μέγεθος ή έκταση.
    • Να αυξήσω το εύρος ή την έκταση κάποιου πράγματος.
    • Να διευκολύνω την πρόσβαση ή τη χρήση κάποιου πράγματος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία αποφάσισε να διευρύνει τις δραστηριότητές της σε νέες αγορές.
    • Ο δήμος σχεδιάζει να διευρύνει τον κεντρικό δρόμο της πόλης.
    • Πρέπει να διευρύνουμε τις γνώσεις μας για να ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της εργασίας.
    3