Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διευρύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
διευθύνω
-
διευκολύνω
-
διευθύνων
)
Συνώνυμα
επεκτείνω
αυξάνω
μεγαλώνω
επεκτείνω
4
Αντώνυμα
στενεύω
περιορίζω
μειώνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι πιο ευρύ ή εκτεταμένο σε μέγεθος ή έκταση.
Να αυξήσω το εύρος ή την έκταση κάποιου πράγματος.
Να διευκολύνω την πρόσβαση ή τη χρήση κάποιου πράγματος.
3
Παραδείγματα
Η εταιρεία αποφάσισε να διευρύνει τις δραστηριότητές της σε νέες αγορές.
Ο δήμος σχεδιάζει να διευρύνει τον κεντρικό δρόμο της πόλης.
Πρέπει να διευρύνουμε τις γνώσεις μας για να ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της εργασίας.
3