1. Λέξη
    δικηγορικός (επίθετο) - (παρόμοια: δικός - δικηγορία - διεξοδικός - δικαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • νομικός
    • δικαστικός
    • νομοθετικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντινομικός
    • παράνομος
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη δικηγορία ή τους δικηγόρους.
    • Που αφορά το δίκαιο ή τη νομική πρακτική.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικηγορικός σύλλογος απέρριψε το αίτημά του.
    • Η δικηγορική του ικανότητα ήταν αναμφισβήτητη.
    2