Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικηγορικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δικός
-
δικηγορία
-
διεξοδικός
-
δικαστικός
)
Συνώνυμα
νομικός
δικαστικός
νομοθετικός
3
Αντώνυμα
αντινομικός
παράνομος
2
Ορισμός
Σχετικός με τη δικηγορία ή τους δικηγόρους.
Που αφορά το δίκαιο ή τη νομική πρακτική.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγορικός σύλλογος απέρριψε το αίτημά του.
Η δικηγορική του ικανότητα ήταν αναμφισβήτητη.
2