Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διεξοδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διεξοδικά
-
δικός
-
οδικός
-
δικαστικός
-
δικηγορικός
-
διεγερτικός
)
Συνώνυμα
λεπτομερής
αναλυτικός
εκτενής
3
Αντώνυμα
σύντομος
περιληπτικός
συνοπτικός
3
Ορισμός
Που παρουσιάζει κάτι με μεγάλη λεπτομέρεια και ακρίβεια.
Που χαρακτηρίζεται από πολλές λεπτομέρειες και αναλύσεις.
2
Παραδείγματα
Ο καθηγητής έδωσε μια διεξοδική εξήγηση του φαινομένου.
Η έκθεση περιελάμβανε διεξοδική ανάλυση των στατιστικών δεδομένων.
2