1. Λέξη
    διεξοδικός (επίθετο) - (παρόμοια: διεξοδικά - δικός - οδικός - δικαστικός - δικηγορικός - διεγερτικός)
  2. Συνώνυμα
    • λεπτομερής
    • αναλυτικός
    • εκτενής
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύντομος
    • περιληπτικός
    • συνοπτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που παρουσιάζει κάτι με μεγάλη λεπτομέρεια και ακρίβεια.
    • Που χαρακτηρίζεται από πολλές λεπτομέρειες και αναλύσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καθηγητής έδωσε μια διεξοδική εξήγηση του φαινομένου.
    • Η έκθεση περιελάμβανε διεξοδική ανάλυση των στατιστικών δεδομένων.
    2