Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διεξοδικός
-
δικαστικός
-
δυαδικός
-
δικηγορικός
-
διπολικός
-
οδικός
-
δικαιωματικός
-
διαδικαστικός
-
διαβητικός
-
διαβολικός
-
διορατικός
-
ινδικός
-
δομικός
-
ειδικός
-
κωδικός
-
δυτικός
-
διαστημικός
-
διεγερτικός
-
διακριτικός
-
διατροφικός
-
διοικητικός
-
διανοητικός
-
διστακτικός
-
δικά
-
ομαδικός
-
δανεικός
-
παιδικός
-
διπλωματικός
-
διαδικτυακός
-
διαγνωστικός
-
διαφορετικός
)
Συνώνυμα
ιδιόκτητος
προσωπικός
αυτοτελής
3
Αντώνυμα
κοινός
ξένος
αλλότριος
3
Ορισμός
Ανήκει σε κάποιον ή σχετίζεται άμεσα με κάποιον.
Χαρακτηριστικός ή ιδιαίτερος για κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Αυτό είναι το δικό μου βιβλίο.
Η δική του άποψη διαφέρει από τη δική μου.
2