Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διορίζω
-
δικηγορία
-
δικτατορία
-
διορίζομαι
)
Συνώνυμα
καθυστέρηση
χρονοτριβή
βράδυνση
3
Αντώνυμα
ταχύτητα
αμεσότητα
επιταγή
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάτι καθυστερεί να συμβεί ή να ολοκληρωθεί.
Η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων ή στιγμών.
2
Παραδείγματα
Η διορία για την υποβολή των αιτήσεων λήγει αύριο.
Μου έδωσαν τρεις ημέρες διορία για να πληρώσω το πρόστιμο.
2