1. Λέξη
    διορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διορίζω - δικηγορία - δικτατορία - διορίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • καθυστέρηση
    • χρονοτριβή
    • βράδυνση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταχύτητα
    • αμεσότητα
    • επιταγή
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάτι καθυστερεί να συμβεί ή να ολοκληρωθεί.
    • Η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων ή στιγμών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διορία για την υποβολή των αιτήσεων λήγει αύριο.
    • Μου έδωσαν τρεις ημέρες διορία για να πληρώσω το πρόστιμο.
    2