Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διορία
-
διορίζομαι
-
προσδιορίζω
-
ορίζω
-
περιορίζω
-
διαχωρίζω
-
ζορίζω
-
δωρίζω
)
Συνώνυμα
ορίζω
καθορίζω
προσδιορίζω
καθιστώ
4
Αντώνυμα
απροσδιόριστα
αόριστα
ασαφώς
3
Ορισμός
Καθορίζω με ακρίβεια τα όρια ή τις ιδιότητες κάποιου πράγματος.
Προσδιορίζω με σαφήνεια και ακρίβεια.
2
Παραδείγματα
Ο νόμος διορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Η επιτροπή θα διορίσει την ημερομηνία της συνάντησης.
2