1. Συνώνυμα
    • ορίζω
    • καθορίζω
    • προσδιορίζω
    • καθιστώ
    4
  2. Αντώνυμα
    • απροσδιόριστα
    • αόριστα
    • ασαφώς
    3
  3. Ορισμός
    • Καθορίζω με ακρίβεια τα όρια ή τις ιδιότητες κάποιου πράγματος.
    • Προσδιορίζω με σαφήνεια και ακρίβεια.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο νόμος διορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
    • Η επιτροπή θα διορίσει την ημερομηνία της συνάντησης.
    2