Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορθώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιδιορθώνω
-
διορθώνομαι
-
διορθώσω
-
διοργανώνω
)
Συνώνυμα
διορθώ
επιδιορθώνω
διορθώνω
διορθώνω
4
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλάω
αλλοιώνω
3
Ορισμός
Να διορθώσω κάτι που είναι λάθος ή ελαττωματικό.
Να επανορθώσω ένα λάθος ή μια ατέλεια.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να διορθώσεις τα λάθη σου πριν υποβάλεις την εργασία.
Ο μηχανικός διορθώνει το πρόβλημα στο σύστημα.
2