1. Λέξη
    διορθώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διορθώνω - διορίζομαι - διορθώσω - δαγκώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διορθώνω
    • επιδιορθώνω
    • διορθώνομαι
    • διορθώνω
    • διορθώνομαι
    5
  3. Αντώνυμα
    • χαλώ
    • καταστρέφω
    • λυγίζω
    • αλλοιώνω
    4
  4. Ορισμός
    • Να επανορθώνομαι, να διορθώνομαι, να επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή μου κατάσταση.
    • Να διορθώνομαι, να επανορθώνομαι, να επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή μου κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από την εγχείρηση, ο ασθενής άρχισε να διορθώνεται γρήγορα.
    • Οι ζημιές στο σπίτι διορθώθηκαν μετά την καταιγίδα.
    2