Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορθώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διορθώνω
-
διορίζομαι
-
διορθώσω
-
δαγκώνομαι
)
Συνώνυμα
διορθώνω
επιδιορθώνω
διορθώνομαι
διορθώνω
διορθώνομαι
5
Αντώνυμα
χαλώ
καταστρέφω
λυγίζω
αλλοιώνω
4
Ορισμός
Να επανορθώνομαι, να διορθώνομαι, να επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή μου κατάσταση.
Να διορθώνομαι, να επανορθώνομαι, να επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή μου κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Μετά από την εγχείρηση, ο ασθενής άρχισε να διορθώνεται γρήγορα.
Οι ζημιές στο σπίτι διορθώθηκαν μετά την καταιγίδα.
2