1. Λέξη
    επιδιορθώνω (ρήμα) - (παρόμοια: διορθώνω - επανορθώνω)
  2. Συνώνυμα
    • διορθώνω
    • ανακαινίζω
    • επισκευάζω
    • αποκαθιστώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • βλάπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να λειτουργεί ή να φαίνεται καλύτερα διορθώνοντας τα ελαττώματά του.
    • Αποκαθιστώ κάτι στη προηγούμενη ή αρχική του κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηλεκτρολόγος επιδιόρθωσε τη βλάβη στο κύκλωμα.
    • Μετά την πτώση, επιδιόρθωσε το σπασμένο κουτί.
    2