Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δούλεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δούλα
-
δούλος
)
Συνώνυμα
υποταγή
υπηρεσία
υποτέλεια
3
Αντώνυμα
ελευθερία
ανεξαρτησία
αυτονομία
3
Ορισμός
Η κατάσταση του να είσαι δούλος ή να βρίσκεσαι υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου.
Η πράξη ή η διαδικασία της υποταγής σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Το δούλεμα ήταν κοινή πρακτική στην αρχαία εποχή.
Μετά από χρόνια δούλεμα, απέκτησε την ελευθερία του.
2