1. Λέξη
    δούλεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δούλα - δούλος)
  2. Συνώνυμα
    • υποταγή
    • υπηρεσία
    • υποτέλεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελευθερία
    • ανεξαρτησία
    • αυτονομία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση του να είσαι δούλος ή να βρίσκεσαι υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου.
    • Η πράξη ή η διαδικασία της υποταγής σε κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δούλεμα ήταν κοινή πρακτική στην αρχαία εποχή.
    • Μετά από χρόνια δούλεμα, απέκτησε την ελευθερία του.
    2