Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δούλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δούλος
-
δούλεμα
-
ούλα
-
καρδούλα
)
Συνώνυμα
υπηρέτρια
δουλοπάροικος
σκλάβα
3
Αντώνυμα
ελεύθερη
αφέντρα
κυρία
3
Ορισμός
Γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση δουλείας και υποτάσσεται σε άλλον.
Κάποια που υπηρετεί με απόλυτη υπακοή και υποταγή.
2
Παραδείγματα
Η δούλα εργαζόταν από την αυγή έως το σούρουπο στο σπίτι του αφέντη της.
Ένιωθε σαν δούλα των συνήθειών της, χωρίς να μπορεί να τις ελέγξει.
2