1. Λέξη
    δούλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δούλος - δούλεμα - ούλα - καρδούλα)
  2. Συνώνυμα
    • υπηρέτρια
    • δουλοπάροικος
    • σκλάβα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερη
    • αφέντρα
    • κυρία
    3
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση δουλείας και υποτάσσεται σε άλλον.
    • Κάποια που υπηρετεί με απόλυτη υπακοή και υποταγή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δούλα εργαζόταν από την αυγή έως το σούρουπο στο σπίτι του αφέντη της.
    • Ένιωθε σαν δούλα των συνήθειών της, χωρίς να μπορεί να τις ελέγξει.
    2