1. Λέξη
    δούλος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δούλα - σούλος - δούλεμα)
  2. Συνώνυμα
    • σκλάβος
    • αιχμάλωτος
    • υπηρέτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • κύριος
    • αφέντης
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που βρίσκεται υπό την απόλυτη κυριότητα άλλου και δεν έχει κανένα δικαίωμα.
    • Πρόσωπο που εργάζεται υπό σκληρές συνθήκες και χωρίς ελευθερία.
    • Κάποιος που υποτάσσεται πλήρως σε άλλους ή σε κάποια κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δούλος εργαζόταν από την αυγή έως το σούρουπο στα χωράφια.
    • Ήταν δούλος των συνθηκών και δεν μπορούσε να διαφύγει.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι δούλοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.
    3