Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δούλος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δούλα
-
σούλος
-
δούλεμα
)
Συνώνυμα
σκλάβος
αιχμάλωτος
υπηρέτης
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
κύριος
αφέντης
3
Ορισμός
Πρόσωπο που βρίσκεται υπό την απόλυτη κυριότητα άλλου και δεν έχει κανένα δικαίωμα.
Πρόσωπο που εργάζεται υπό σκληρές συνθήκες και χωρίς ελευθερία.
Κάποιος που υποτάσσεται πλήρως σε άλλους ή σε κάποια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο δούλος εργαζόταν από την αυγή έως το σούρουπο στα χωράφια.
Ήταν δούλος των συνθηκών και δεν μπορούσε να διαφύγει.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι δούλοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.
3