Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυσκολότερος (επίθετο) - (παρόμοια:
δυσκολία
-
δυσκολεύω
)
Συνώνυμα
δύσκολος
επίπονος
περίπλοκος
3
Αντώνυμα
εύκολος
απλός
αβίαστος
3
Ορισμός
Που παρουσιάζει μεγαλύτερη δυσκολία σε σχέση με κάτι άλλο.
Που απαιτεί περισσότερη προσπάθεια ή ικανότητα για να ολοκληρωθεί ή να αντιμετωπιστεί.
2
Παραδείγματα
Αυτή η άσκηση είναι δυσκολότερη από την προηγούμενη.
Η εξέταση φέτος ήταν δυσκολότερη από ότι πέρυσι.
2