Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυσκολεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
δυσκολεύουν
-
δυσκολεύομαι
-
δυσκολία
-
δυσκολότερος
)
Συνώνυμα
δυσκολεύομαι
παλεύω
αγωνίζομαι
3
Αντώνυμα
ευκολεύω
διευκολύνω
βοηθώ
3
Ορισμός
Να αντιμετωπίζω δυσκολίες ή προβλήματα.
Να μην μπορώ εύκολα να κάνω κάτι.
Να δυσκολεύομαι να κατανοήσω ή να εκτελέσω μια ενέργεια.
3
Παραδείγματα
Δυσκολεύω να καταλάβω αυτή την άσκηση.
Δυσκολεύω να βρω δουλειά αυτή την περίοδο.
Δυσκολεύω να σηκωθώ νωρίς το πρωί.
3