Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυσκολία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δυσκολεύω
-
δυσκολεύουν
-
δυσκολότερος
-
δυσκολεύομαι
)
Συνώνυμα
πρόβλημα
δυσχέρεια
εμπόδιο
3
Αντώνυμα
ευκολία
απλότητα
ευχέρεια
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η συνθήκη που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ευκολίας ή την παρουσία προβλημάτων.
Κάτι που δυσκολεύει ή εμποδίζει την επίτευξη ενός στόχου.
2
Παραδείγματα
Η δυσκολία της εργασίας έκανε πολλούς να εγκαταλείψουν το έργο.
Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κατά τη διάρκεια των σπουδών του.
2