Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δωρίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χωρίσω
-
δωρίζω
-
γνωρίσω
)
Συνώνυμα
χαρίζω
δωρίζω
προσφέρω
3
Αντώνυμα
παίρνω
κρατώ
συγκεντρώνω
3
Ορισμός
Να δίνω κάτι σε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα.
Να προσφέρω κάτι ως δώρο ή χάρη.
Να μεταβιβάζω κάτι σε άλλον με ευγενική διάθεση.
3
Παραδείγματα
Θα δωρίσω τα παλιά μου βιβλία στη δημόσια βιβλιοθήκη.
Οι πολίτες συνεχίζουν να δωρίζουν αίμα για τους ασθενείς.
Αποφάσισε να δωρίσει μεγάλο ποσό σε φιλανθρωπικό ίδρυμα.
3