1. Λέξη
    δωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: διαχωρίζω - δωρίσω - χωρίζω - διορίζω - γνωρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • χαρίζω
    • δίνω δώρο
    • προσφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παίρνω
    • αφαιρώ
    • κρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω κάτι σε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα, συνήθως ως ένδειξη αγάπης, εκτίμησης ή φιλίας.
    • Να προσφέρω κάτι, ιδιαίτερα χρήματα ή αγαθά, για φιλανθρωπικούς ή άλλους σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου δωρίζει βιβλία σε τοπική βιβλιοθήκη κάθε χρόνο.
    • Η εταιρεία αποφάσισε να δωρίσει μεγάλο ποσό για την καταπολέμηση της φτώχειας.
    2