Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαχωρίζω
-
δωρίσω
-
χωρίζω
-
διορίζω
-
γνωρίζω
)
Συνώνυμα
χαρίζω
δίνω δώρο
προσφέρω
3
Αντώνυμα
παίρνω
αφαιρώ
κρατώ
3
Ορισμός
Να δίνω κάτι σε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα, συνήθως ως ένδειξη αγάπης, εκτίμησης ή φιλίας.
Να προσφέρω κάτι, ιδιαίτερα χρήματα ή αγαθά, για φιλανθρωπικούς ή άλλους σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου δωρίζει βιβλία σε τοπική βιβλιοθήκη κάθε χρόνο.
Η εταιρεία αποφάσισε να δωρίσει μεγάλο ποσό για την καταπολέμηση της φτώχειας.
2