Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκεκριμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συγκεκριμένος
-
διακεκριμένος
)
Συνώνυμα
επιβεβαιωμένος
εγκριθείς
επικυρωμένος
3
Αντώνυμα
απορριφθείς
μη εγκεκριμένος
απορριπτέος
3
Ορισμός
που έχει λάβει επίσημη έγκριση ή αποδοχή
που έχει ελεγχθεί και θεωρείται αποδεκτός
2
Παραδείγματα
Το εγκεκριμένο φάρμακο είναι ασφαλές για χρήση.
Μόνο εγκεκριμένοι προμηθευτές μπορούν να συνεργαστούν με την εταιρεία.
2