1. Λέξη
    εγκεκριμένος (επίθετο) - (παρόμοια: συγκεκριμένος - διακεκριμένος)
  2. Συνώνυμα
    • επιβεβαιωμένος
    • εγκριθείς
    • επικυρωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορριφθείς
    • μη εγκεκριμένος
    • απορριπτέος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει λάβει επίσημη έγκριση ή αποδοχή
    • που έχει ελεγχθεί και θεωρείται αποδεκτός
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το εγκεκριμένο φάρμακο είναι ασφαλές για χρήση.
    • Μόνο εγκεκριμένοι προμηθευτές μπορούν να συνεργαστούν με την εταιρεία.
    2