1. Λέξη
    διακεκριμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εγκεκριμένος - συγκεκριμένος - διατεθειμένος - διαλυμένος - διαολεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • εξαιρετικός
    • επιφανής
    • διαπρεπής
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινός
    • ασήμαντος
    • αδιάφορος
    3
  4. Ορισμός
    • που ξεχωρίζει για τις ιδιότητές του ή για τις πράξεις του
    • που έχει κερδίσει αναγνώριση και σεβασμό
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διακεκριμένος επιστήμονας έλαβε το βραβείο Νόμπελ.
    • Ήταν ένας διακεκριμένος καλλιτέχνης με παγκόσμια αναγνώριση.
    2