Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακεκριμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εγκεκριμένος
-
συγκεκριμένος
-
διατεθειμένος
-
διαλυμένος
-
διαολεμένος
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
επιφανής
διαπρεπής
3
Αντώνυμα
κοινός
ασήμαντος
αδιάφορος
3
Ορισμός
που ξεχωρίζει για τις ιδιότητές του ή για τις πράξεις του
που έχει κερδίσει αναγνώριση και σεβασμό
2
Παραδείγματα
Ο διακεκριμένος επιστήμονας έλαβε το βραβείο Νόμπελ.
Ήταν ένας διακεκριμένος καλλιτέχνης με παγκόσμια αναγνώριση.
2