Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκεκριμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εγκεκριμένος
-
διακεκριμένος
-
συγκεντρωμένος
-
συγκινημένος
-
συγκρατημένος
-
συγκλονισμένος
-
συγχυσμένος
)
Συνώνυμα
καθορισμένος
ακριβής
ξεκάθαρος
3
Αντώνυμα
αόριστος
ασαφής
ανακριβής
3
Ορισμός
Που έχει καθοριστεί με ακρίβεια ή που αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο.
Που δεν είναι γενικός ή αόριστος, αλλά αναφέρεται σε συγκεκριμένα στοιχεία ή περιπτώσεις.
2
Παραδείγματα
Έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς να προχωρήσουμε.
Ψάχνουμε για ένα συγκεκριμένο βιβλίο που λείπει από τη βιβλιοθήκη.
2