1. Λέξη
    εγκληματολόγος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εγκληματολογία - εγκληματολογικός - εγκληματίας - εγκληματικός)
  2. Συνώνυμα
    • αστυνομικός ερευνητής
    • ερευνητής εγκλημάτων
    • ειδικός εγκληματολογίας
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • αμέτοχος
    2
  4. Ορισμός
    • Ειδικός που μελετά και ερευνά εγκλήματα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επίλυσή τους.
    • Επαγγελματίας που ασχολείται με την ανάλυση εγκληματικών πράξεων και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εγκληματολόγος εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία για να βρει τον δράστη.
    • Η εγκληματολόγος συνεργάστηκε με την αστυνομία για να λύσει το μυστηριώδες έγκλημα.
    2