Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκληματολόγος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εγκληματολογία
-
εγκληματολογικός
-
εγκληματίας
-
εγκληματικός
)
Συνώνυμα
αστυνομικός ερευνητής
ερευνητής εγκλημάτων
ειδικός εγκληματολογίας
3
Αντώνυμα
αθώος
αμέτοχος
2
Ορισμός
Ειδικός που μελετά και ερευνά εγκλήματα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επίλυσή τους.
Επαγγελματίας που ασχολείται με την ανάλυση εγκληματικών πράξεων και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
2
Παραδείγματα
Ο εγκληματολόγος εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία για να βρει τον δράστη.
Η εγκληματολόγος συνεργάστηκε με την αστυνομία για να λύσει το μυστηριώδες έγκλημα.
2