Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκληματολογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εγκληματολογία
-
εγκληματικός
-
εγκληματολόγος
-
εγκληματίας
-
εγκληματικότητα
)
Συνώνυμα
εγκληματολογικός
εγκληματολογικός
2
Αντώνυμα
ανεγκληματολογικός
1
Ορισμός
Σχετικός με την εγκληματολογία, την επιστήμη που μελετά τα εγκλήματα και τους εγκληματίες.
1
Παραδείγματα
Η εγκληματολογική έρευνα βοήθησε στην επίλυση του εγκλήματος.
Ο εγκληματολογικός εμπειρογνώμονας εξέτασε τα στοιχεία από τη σκηνή του εγκλήματος.
2