1. Λέξη
    εγκληματολογικός (επίθετο) - (παρόμοια: εγκληματολογία - εγκληματικός - εγκληματολόγος - εγκληματίας - εγκληματικότητα)
  2. Συνώνυμα
    • εγκληματολογικός
    • εγκληματολογικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • ανεγκληματολογικός
    1
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την εγκληματολογία, την επιστήμη που μελετά τα εγκλήματα και τους εγκληματίες.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Η εγκληματολογική έρευνα βοήθησε στην επίλυση του εγκλήματος.
    • Ο εγκληματολογικός εμπειρογνώμονας εξέτασε τα στοιχεία από τη σκηνή του εγκλήματος.
    2